Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὑπεραυξάνει ἡ πίστις ὑμῶν

См. также в других словарях:

  • υπεραυξάνω — ὑπεραυξάνω ΝΜΑ, και ὑπεραύξω Α αυξάνω υπέρμετρα κάτι («η πολιτική αυτή υπεραυξάνει τα ελλείμματα») μσν. αρχ. (αμτβ.) αυξάνομαι υπέρμετρα, παρουσιάζω υπερβολική αύξηση («ὑπεραυξάνει ἡ πίστις ὑμῶν καὶ πλεονάζει ἡ ἀγάπη», ΚΔ) αρχ. 1. μέσ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»