-
1 ὑπεραυξάνω
A increase above measure:—[voice] Pass., to be so increased, Gal.14.226; become over-powerful, And.4.24, D.C.79.15.2 [voice] Pass.also, grow above, ὑπεραύξονται τῶν ἀμπέλων Sch.Ar.V. 1282.II intr. in [voice] Act., grow or abound exceedingly, ὑπεραυξήσας (of a fish) Callisth. ap. Stob.4.36.16;ὑπεραυξάνει ἡ πίστις ὑμῶν 2 Ep.Thess.1.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπεραυξάνω
См. также в других словарях:
υπεραυξάνω — ὑπεραυξάνω ΝΜΑ, και ὑπεραύξω Α αυξάνω υπέρμετρα κάτι («η πολιτική αυτή υπεραυξάνει τα ελλείμματα») μσν. αρχ. (αμτβ.) αυξάνομαι υπέρμετρα, παρουσιάζω υπερβολική αύξηση («ὑπεραυξάνει ἡ πίστις ὑμῶν καὶ πλεονάζει ἡ ἀγάπη», ΚΔ) αρχ. 1. μέσ.… … Dictionary of Greek